κατωτάτῃ

κατωτάτῃ
κάτος
following
fem dat superl sg (attic epic ionic)
κατώτατος
lowest
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατωτάτη — κάτος following fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) κατώτατος lowest fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυθός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 980 μ., 184 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται προς τα ΝΔ του νομού, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Βοΐου όρους. Υπάγεται στην κοινότητα Πενταλόφου. Παλαιότερα (έως το 1928) ονομαζόταν Ντόλος. *… …   Dictionary of Greek

  • βαρώνος — ο (θηλ. η και ίς) 1. τίτλος ευγενείας που δήλωνε κατά τους πρώτους μεσαιωνικούς χρόνους τον οποιασδήποτε βαθμίδας κάτοχο γης η οποία του είχε παραχωρηθεί από τον βασιλιά 2. η κατώτατη βαθμίδα της αγγλικής αριστοκρατίας στους νεώτερους χρόνους.… …   Dictionary of Greek

  • δημοπρασία — Ορισμένος τρόπος διαπραγμάτευσης και σύναψης συμβάσεων, κατά παρέκκλιση από τις συνηθισμένες συναλλακτικές διαδικασίες, με σκοπό να εξασφαλιστούν καλύτεροι όροι δημοσιότητας, πιο εύλογο τίμημα ή αρτιότερη κατασκευή έργου. H δ. ονομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • επίκριο — το (Α ἐπίκριον) η κατώτατη σταυρωτή κεραία τού ιστού τών τρίστηλων ιστιοφόρων νεοελλ. βάτραχος τής οικογένειας τών κεκυλιιδών αρχ. το πλάγιο ξύλο τού ιστού στο οποίο δένονται τα άρμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ίκρια* «ικρίωμα, κατάστρωμα, σκέπαστρο»] …   Dictionary of Greek

  • ηλιθιότητα — η (AM ἠλιθιότης) [ηλίθιος] το γνώρισμα τού ηλιθίου, μωρία, ανοησία βλακεία νεοελλ. 1. σύμφυτη ή επίκτητη διανοητική κατάσταση, κατά την οποία το άτομο βρίσκεται στην κατώτατη βαθμίδα διανοητικής ανάπτυξης, τής οποίας αμέσως κατώτερος βαθμός είναι …   Dictionary of Greek

  • κατώτατος — η, ο (ΑΜ κατώτατος, άτη, ον) [κάτω] αυτός που βρίσκεται στην πιο κάτω θέση, ο χαμηλότατος (α. «βρίσκεται στο κατώτατο σκαλοπάτι» β. «τὸ κατώτατον οἴκημα», Ξεν.) νεοελλ. 1. (για ποσό) έσχατος, τελευταίος («κατώτατη τιμή») 2. αυτός που έχει την πιο …   Dictionary of Greek

  • νεάτη — νεάτη, δωρ. τ. νεάτα, συνηρ. τ. νήτη, ἡ (Α) (ενν. χορδή) 1. η κατώτατη, η έσχατη από τις τρεις χορδές οι οποίες αποτελούσαν την αρχαιότατη μουσική κλίμακα 2. η ανώτατη χορδή ως προς τον τόνο τής φωνής ή τού ήχου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ.… …   Dictionary of Greek

  • νητοειδής — νητοειδής, ές (Α) 1. αυτός που μοιάζει με νήτη* 2. φρ. «τὸ νητοειδὲς τῆς φωνῆς» το ύψος τής ανιούσας φωνής στο ψάλσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήτη* «η κατώτατη χορδή τής αρχαιότατης μουσικής κλίμακας» + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • οπλίτης — Στην ελληνική αρχαιότητα, ο. ονομαζόταν ο στρατιώτης που έφερε βαρύ αμυντικό οπλισμό, σε αντίθεση από τον πελταστή που έφερε ελαφρύ αμυντικό οπλισμό, και τον ψιλό που δεν έφερε καθόλου οπλισμό. Τον οπλισμό του ο. αποτελούσαν οι κνημίδες, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”